- Ναύπλιο
- Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι κοινότητες Λευκακίων και Πυργιωτίκων. Διοικητικό κέντρο του νομού, αλλά και σημαντικό τουριστικό κέντρο με ολοένα μεγαλύτερη κίνηση, το Ν. συγκράτησε τον πληθυσμό του κατά τις τελευταίες δεκαετίες (8.466 το 1951, 9.102 το 1961), υστερεί όμως από πλευράς πληθυσμιακής και οικονομικής ανάπτυξης του γειτονικού του Άργους, το οποίο, εξαιτίας της θέσης του, έχει καταστεί το κέντρο της πλούσιας περιοχής της Αργολίδας. Περιορισμένη είναι και η κίνηση του λιμανιού του N., μέσω του οποίου διακινείται μικρό μόνο τμήμα των εξαγώγιμων αγροτικών προϊόντων της Αργολίδας. Στην περιοχή Ν. είναι εγκατεστημένες βιομηχανίες κονσερβών και συσκευασίας γεωργικών προϊόντων.
To N. είναι σήμερα μια από τις ωραιότερες ελληνικές πόλεις: τα κτίρια, οι ελεύθεροι χώροι και η όλη μορφή της πόλης, από το ένα μέρος και τα ονομαστά κάστρα της από το άλλο, είναι οι παράγοντες που συνιστούν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της πόλης και συνθέτουν την αποκλειστικά δική της ατμόσφαιρα.
Το φρουριακό συγκρότημα του Ν. είναι εκτεταμένο και επιβλητικό· αιτία της ύπαρξής του είναι η σημαντική θέση της πόλης και η πολυκύμαντη γι’ αυτό ιστορία της. Το παλαιότερο από τα φρούρια είναι η Ακροναυπλία, στην ομώνυμη χερσόνησο. Τα κατώτερα τμήματα των τειχών της χρονολογούνται από την αρχαιότητα, και τμήματά τους σώζονται σήμερα κάτω από τα μεταγενέστερα φραγκικά και βενετσιάνικα τείχη.
Στον γειτονικό, απότομο από την πλευρά της πόλης και βραχώδη λόφο υψώνεται το ξακουστό Παλαμήδι, ακέραιο βενετσιάνικο φρούριο, που αποτελεί αξιόλογο δείγμα της οχυρωτικής του 17ου αι. και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, ιδιαίτερα φροντισμένο· από τις επάλξεις του ο επισκέπτης απολαμβάνει τη θέα της πόλης και το πανόραμα όλου του τοπίου που την περιβάλλει. Μπροστά από το λιμάνι, τέλος, στα αβαθή, είναι χτισμένο το επιθαλάσσιο μικρό Μπούρτζι, που συνδεόταν παλαιότερα με τη στεριά με κινητές αλυσίδες - από όπου και η ονομασία Porto Cadena - προστάτευε την πόλη από τη θάλασσα και σήμερα συμπληρώνει με τη γραφική παρουσία του το όλο συγκρότημα, αν και το ίδιο είναι αρκετά αλλοιωμένο από τη μακρά χρήση του ως ξενοδοχείου. Και τα τρία αυτά φρούρια, πέρα από την ιστορική τους σημασία, δένονται στενά με την πόλη και της δίνουν μια φυσιογνωμία συχνά φανταστική και πάντως απόλυτα χαρακτηριστική και έντονη. Από την άλλη μεριά, έχουν σημασία μεγάλη μνημειολογική και διακρίνονται για την ωραία και γερή κατασκευή τους και τη θαυμαστή προσαρμογή τους στην τοπογραφία της περιοχής.
Η ίδια η πόλη του Ν. εξάλλου περιλαμβάνει πολλά αξιόλογα μνημεία, όπως την επιβλητική βενετσιάνικη οπλοθήκη - που διατηρείται ακέραιη και στεγάζει σήμερα το αρχαιολογικό μουσείο - τα δυο τζαμιά, που βρίσκονται στην ίδια με αυτήν πλατεία - παραμελημένα ωστόσο ως μνημεία - αξιόλογους ναούς, όπως τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Γεώργιο, και ακόμα ένα πλήθος νεοκλασικά κτίρια, κατασκευασμένα στο νεότερο (πάνω στις επιχώσεις) τμήμα της πόλης, την εποχή που ήταν πρωτεύουσα της Ελλάδας. Σημειώνουμε τα Δικαστήρια, το παλιό Γυμνάσιο, τα κτίρια γύρω από την πλατεία Συντάγματος, το κτίριο του Συλλόγου «Παλαμήδης», τα κτίρια κατά μήκος της προκυμαίας κλπ., που δημιουργούν ένα ιδιαίτερα αξιόλογο και σπάνιο πια σήμερα αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό σύνολο, όπου η μορφολογική ομοιογένεια των κτιρίων και το ενιαίο ύφος, η κλίμακα που είναι προσαρμοσμένη στα μέτρα του τοπίου και του ανθρώπου, η ευχάριστη μετάβαση και η διαδοχή των ελεύθερων χώρων συνθέτουν απόλυτα και χωρίς τις δυσάρεστες διασπάσεις των σύγχρονων προσθηκών, την εικόνα της ελληνικής νεοκλασικής πόλης του 19ου αι. σε ένα από τα καλύτερα παραδείγματα που επιζούν.
Ιστορία. Ο λόφος της Ακροναυπλίας (85 μ.) κατοικείτο ήδη από το τέλος της 3ης χιλιετίας. Εκεί ήταν χτισμένη και η αρχαία πόλη Ναυπλία (η ονομασία της ετυμολογείται κατά τον Στράβωνα από το «ταίς ναυσί προσπλείσθαι»), μέλος της Αμφικτιονίας της Καλαβρίας. Τον 7o αι. κυριεύτηκε από τους Αργείους, των οποίων έγινε το επίνειο και ο πολεμικός ναύσταθμος. Περίπου το 300 π.Χ. η πόλη εφοδιάστηκε με ισχυρό πολυγωνικό τείχος, το οποίο αποτέλεσε τη βάση του μεσαιωνικού τείχους, που σώζεται ως σήμερα. Η Ναυπλία παρήκμασε μαζί με το Άργος και εγκαταλείφθηκε σχεδόν τελείως κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, οχυρώθηκε όμως πάλι περίπου το 270 μ.Χ. και μετά το 375 μ.Χ. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους αναπτύχθηκε η πόλη κάτω από το φρούριο και οχυρώθηκε με ένα τείχος που έφτανε έως την παραλία της εποχής εκείνης. Κατά το 879, το Ν. έγινε έδρα επισκόπου και το 1189, αρχιεπισκόπου. Το 1180 ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός διόρισε άρχοντα του Ν. τον Ναυπλιέα Σγουρό, τον οποίο διαδέχτηκε ο γιος του, Λέων ο Σγουρός, ο οποίος επεξέτεινε το κράτος του έως τη Λάρισα και διεξήγαγε επιτυχείς πολέμους εναντίον του Βονιφάτιου του Μομφερατικού και του Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου. Μετά τον θάνατό του η ηγεμονία του περιήλθε στον Θεόδωρο Κομνηνό, επίτροπο του δεσπότη της Ηπείρου, Μιχαήλ, ο οποίος όμως δεν κατόρθωσε να τη διατηρήσει και εγκατέλειψε το Ν. Το 1210 ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος πολιόρκησε την πόλη και την κατέλαβε παρά τη γενναία αντίσταση των κατοίκων της, οι οποίοι όμως διατήρησαν το δυτικό της τμήμα, το «Ρωμαίικο». Το 1212 ο Βιλεαρδουίνος παραχώρησε το Ν. στον Φράγκο άρχοντα των Αθηνών, Όθωνα ντε λα Ρος. Αργότερα η πόλη πέρασε στους Φουσερόλ και κατόπιν στους Ντ’ Ενζιέν, οι οποίοι παραχώρησαν το Ν. στον δόγη της Βενετίας Ανδρέα Δάνδολο (1388).
Οι Ενετοί ενίσχυσαν την οχύρωση της πόλης, η οποία αποτέλεσε σπουδαία εμπορική βάση για τα πλοία τους που ταξίδευαν προς την Κωνσταντινούπολη. Στα Α του φρουρίου της Ακροναυπλίας προστέθηκε περίπου το 1400 ένα άλλο φρούριο, το «Κάστρο των Τόρων». Περίπου το 1400 χτίστηκε και η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, η μοναδική μεσαιωνική εκκλησία της πόλης που σώζεται. Μετά το 1460, υπό την απειλή των Τούρκων, πολλοί χριστιανοί κάτοικοι της υπαίθρου της Πελοποννήσου κατέφυγαν στο Ν. Ύστερα από επτά χρόνια παραμονής στην πόλη αποκτούσαν το δικαίωμα του πολίτη (τζιταδίνου). Εκεί επίσης εγκατέστησαν οι Ενετοί τους πρόσφυγες από τη Χαλκίδα, την οποία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν (1470). Η έκταση της πόλης την εποχή αυτή τετραπλασιάστηκε· τότε πιθανότατα διαμορφώθηκε το πολεοδομικό σχέδιο του N., όπως διατηρείται σε γενικές γραμμές μέχρι σήμερα. Όπως στη Βενετία, χτίστηκαν και εδώ σπίτια επάνω σε δρύινους πασσάλους μέσα στο νερό. Ισχυρή οχύρωση με προμαχώνες περιέβαλλε το χρονικό διάστημα 1501-1505 τη νέα παραλία. Το 1471 ο αρχιτέκτονας Γκαμπέλο έχτισε επάνω σε ένα νησάκι του κόλπου το φρούριο Μπούρτζι (τουρκική ονομασία του Castello dello Scoglio), το οποίο συνδεόταν με αλυσίδα με τον κυματοθραύστη που υπήρχε από τα αρχαία ήδη χρόνια κοντά στον προμαχώνα. Για τις ανάγκες της εκετεταμένης πόλης κατασκευάστηκε ένα υδραγωγείο που έφερνε νερό από τις πηγές της Αρείας. Τα χρόνια εκείνα η Ακροναυπλία ενωνόταν με την ξηρά μόνο με έναν στενό ισθμό. Στα Ν χωριζόταν από αυτήν με μια τάφρο, προς Β με ένα θαλάσσιο βραχίονα, επάνω από τον οποίο υπήρχε από το 1500 μια ξύλινη φορητή γέφυρα. Στη θέση του σημερινού σιδηροδρομικού σταθμού και στην περιοχή στα Β του Παλαμηδιού υπήρχαν τότε παραθαλάσσια έλη. Έτσι μόνο μια στενή λωρίδα γης, με τον δρόμο και τους υδαταγωγούς, κατέληγε στην ανατολική πύλη της πόλης. Μόνο από αυτήν ήταν προσιτό το φρούριο μέσω της πύλης του 1500.
Επανειλημμένες (1396, 1463, 1500) απόπειρες των Τούρκων να καταλάβουν το Ν. απέτυχαν. Η φρουρά του, Φράγκοι, Έλληνες, Αλβανοί, υπερασπίστηκε γενναία την πόλη. Μετά την ειρήνη του 1502 το Ν. και η Μονεμβασία ήταν οι μοναδικές κτήσεις της Βενετίας στην Πελοπόννησο που απέμειναν. Το 1537 οι Τούρκοι πολιορκησαν το N. Την πολιορκία αυτή, που διήρκεσε 3 χρόνια και 3 μήνες περιγράφει δραματικά ο πρωτοπαπάς της πόλης, ο λόγιος Νικόλαος Μαλαξός. Τελικά, με τη μεσολάβηση της Γαλλίας, οι Βενετοί συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους, στους οποίους παρέδωσαν το Ν. στις 21 Νοεμβρίου 1540. Η απώλεια αυτή ήταν καίριο πλήγμα κατά της βενετικής κυριαρχίας. Πολλοί Έλληνες, μεταξύ των οποίων και ο Νικόλαος Μαλαξός και ο ποιητής Τζάνες Βεντράμος, εγκατέλειψαν το Ν. μαζί με τους Ενετούς.
Οι Τούρκοι μετέτρεψαν την εκκλησία της επισκοπής στην κορυφή του λόφου της πόλης σε τζαμί (σήμερα κατεστραμμένο) και έχτισαν δύο τζαμιά στο δυτικό τμήμα της κάτω πόλης· το ένα μετατράπηκε το 1830 στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και το άλλο χρησιμοποιείται σήμερα ως κινηματογράφος. Κοντά σε αυτά βρισκόταν και το παλάτι του πασά.
Το 1686 οι Ενετοί μισθοφόροι του Μοροζίνι ανέκτησαν το Ν. Οι Ενετοί βελτίωσαν την οχύρωση της πόλης και έχτισαν (1711-14) στο Παλαμήδι (216 μ.) το μεγάλο φρούριο που υπάρχει μέχρι σήμερα, το οποίο συνέδεσαν με το φρούριο της Ακροναυπλίας. Στο Παλαμήδι, όπου οδηγούν τα 857 σκαλοπάτια της κατώτερης νεότερης και της ανώτερης βενετικής ανόδου, δεν υπάρχει κανένα αρχαίο ή μεσαιωνικό λείψανο. Την ονομασία του την πήρε κατά την Αναγέννηση από τον αρχαίο ήρωα Παλαμήδη, γιο του Ναυπλίου. Από την εποχή αυτή διατηρούνται επίσης ο μεγάλος στρατώνας του Σαγρέδου (1713) στην πλατεία Συντάγματος, οι εκκλησίες του Αγίου Νικολάου (1713) και του Αγίου Σπυρίδωνα (1702, ορθόδοξη εκκλησία για τους Έλληνες κατοίκους), οι τοιχογραφίες ενός Ιταλού ζωγράφου στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (απομίμηση του Μυστικού Δείπνου του Λεονάρντο ντα Βίντσι), μια μεγάλη δεξαμενή για τον ανεφοδιασμό του στόλου και μερικά σπίτια. To N., το οποίο θεωρείτο «η ωραιότερη πόλη της Ανατολής», έγινε πρωτεύουσα των ενετικών κτήσεων στην Πελοπόννησο, έδρα του γενικού προβλεπτή και του αρχιστράτηγου της Ανατολής και πρωτεύουσα του νομού Ρομανίας, και πήρε την ονομασία Νάπολι ντι Ρομάνια.
Το 1714 οι Τούρκοι πολιόρκησαν πάλι το Ν. το οποίο κατέλαβαν, παρά την ηρωική αντίσταση των κατοίκων του, χάρη στην προδοσία του Φράγκου φρούραρχου του Παλαμηδιού Σάλα. Έως το 1770 το Ν. αποτελούσε την πρωτεύουσα του βιλαετίου της Πελοποννήσου. Το 1779 ο Χασάν πασάς αποφάσισε την εξόντωση των Αλβανών, τους οποίους γκρέμισε από τους βράχους του Παλαμηδιού· η πλευρά εκείνη από τότε πήρε την ονομασία Αρβανιτιά.
Μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης του 1821, οι τουρκικές οικογένειες του Ν. κλείστηκαν στα φρούρια του Παλαμηδιού και της Ακροναυπλίας. Η πρώτη ελληνική πολιορκία της πόλης έγινε στις 4 Απριλίου 1821 από την ξηρά και τη θάλασσα, λύθηκε όμως ύστερα από έξι ημέρες. Επακολούθησαν νέες απόπειρες, οι οποίες όμως απέτυχαν, καθώς και η προσπάθεια του φιλέλληνα Βουτιέ να καταλάβει το Μπούρτζι. Στις 18 Ιουνίου 1822 οι Τούρκοι - πιεζόμενοι από την πείνα - αναγκάστηκαν να υπογράψουν συνθήκη παράδοσης με τους Έλληνες, την οποία όμως δεν τήρησαν, γιατί δέχτηκαν στο μεταξύ ενίσχυση από τον Δράμαλη. Στις 30 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, οι Έλληνες με αρχηγό τον Στάικο Σταϊκόπουλο επιχείρησαν έφοδο και κατέλαβαν το Παλαμήδι. Οι Τούρκοι από τα υπόλοιπα οχυρά δεν άργησαν να παραδοθούν στον Κολοκοτρώνη.
Το Ν. ορίστηκε επίσημα ως έδρα τη ελληνικής κυβέρνησης (ψηφίσματα 8ης Ιανουαρίου 1823 και 4ης Μαΐου 1827), και παρέμεινε πρωτεύουσα της Ελλάδας ως το 1834. Στις 8 Ιανουαρίου 1828 αποβιβάστηκε στο Ν. ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος δολοφονήθηκε εκεί το 1831 έξω από την εκκλησία του Αγ. Σπυρίδωνα. Το 1833 έφτασε στην πόλη ο βασιλιάς Όθων με τους Βαυαρούς αξιωματικούς.
Μυθολογία. Επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της αρχαίας πόλης Ναυπλίας θεωρούνταν ο Ναύπλιος, γιος του Ποσειδώνα και της θυγατέρας του Δαναού Αμυμώνης. Ο πέμπτος απόγονος του οικιστή, Ναύπλιος επίσης, μετείσχε της Αργοναυτικής εκστρατείας και ο σοφός γιος του Παλαμήδης έλαβε μέρος στον πόλεμο της Τροίας, όπου όμως κατηγορήθηκε με δόλο από τον Οδυσσέα - ο οποίος θέλησε να τον εκδικηθεί επειδή εκείνος τον είχε αναγκάσει να συμμετάσχει στην εκστρατεία - ως προδότης, και θανατώθηκε δια λιθοβολισμού. Ο Ναύπλιος για να εκδικηθεί το θάνατο του γιου του, κατά την επιστροφή των Ελλήνων από την Τροία, πήγε στον Καφηρέα της Ευβοίας και άναβε φωτιές στους απόκρημνους βράχους του για να παραπλανήσει τα πλοία τους. Πολλά πλοία χάθηκαν έτσι, όταν όμως ο Ναύπλιος έμαθε ότι ο Οδυσσέας σώθηκε κατά τύχη, αυτοκτόνησε πέφτοντας στη θάλασσα.
δίκη του Ν. Δίκη που πραγματοποιήθηκε στο κακουργιοδικείο Ναυπλίου από τις 16 ως τις 27 Απριλίου του 1914. Κατηγορούμενοι ήταν οι Δελμούζος, Σαράτσης κ.ά. για ανατρεπτικές ενέργειες εναντίον της κοινωνικής και κρατικής τάξης (προσβολή των θρησκευτικών ιδεών, χρήση της δημοτικής κλπ.). Η δίκη αυτή, επιστέγασμα της υπόθεσης των αθεϊκών, κατάληξε στην απαλλαγή των κατηγορουμένων. Βλ. λ. αθεϊκά.
Μερική άποψη με το Παλαμήδι.
Τούρκικο τζαμί από άσπρη λαβευτή πέτρα? εδώ στεγάστηκε το πρώτο ελληνικό βουλευτήριο.
Μια φωτογραφία της πλατείας Συντάγματος του Ναυπλίου, όπως ήταν προτού αρχίσει και στη γραφική αυτή πόλη ο πυρετός του «εκσυγχρονισμού». Το κτίριο του βάθους στεγάζει το αρχαιολογικό μουσείο.
Τμήμα του Παλαμηδιού, όπως φαίνεται από την είσοδό του. Το Παλαμήδι αποτελεί χαρακτηριστικό τύπο κάστρου: ο κάθε προμαχώνας μπορεί να βάλει και εναντίον του αντίπαλου, αλλά επίσης και εναντίον των γειτονικών του, σε περίπτωση κατάληψής του από τον εχθρό.
Το δημαρχείο του Ναυπλίου.
Νεοκλασικό σπίτι: διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της εποχής, τα χρώματα, τη διάρθρωση της πρόσοψης, τους εξώστες με τα μαρμάρινα φουρούσια.
Το Μπούρτζι, όπως φαίνεται από το Ναύπλιο. Όπως η Ακρόπολη της Αθήνας και ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης, το Μπούρτζι είναι το χαρακτηριστικό έμβλημα της ωραίας πόλης της Πελοποννήσου.
Ένας δρόμος της πόλης.
Η τραγικά διάσημη εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα? στην είσοδό της δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας.
Το λιοντάρι των Βαυαρών, μνημείο λαξευμένο στο βράχο με εντολή του Λουδοβίκου της Βαυαρίας στη μνήμη των Βαυαρών που πέσανε στην Ελλάδα.
Η μητρόπολη του Ναυπλίου.
Η αυστηρή βενετσιάνικη οπλοθήκη, όπως σώζεται ακέραια, σήμερα αρχαιολογικό μουσείο.
Γενική άποψη της πόλης του Ναυπλίου.
Άποψη από το Παλαμήδι. Η πρώτη πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, με τα πλούσια κατάλοιπα της πολυκύμαντης ιστορίας της και με τις αρχαιότητες της, είναι ένα από τα μεγάλα τουριστικά κέντρα της χώρας.
Dictionary of Greek. 2013.